- πολιορκουμένου
- πολιορκέωbesiegepres part mp masc/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ανδρούτσος — I (Ανδρέας Βερούσης, Λιβανάτες Λοκρίδας 1740; – Κωνσταντινούπολη 1797). Αρματολός της Λιάκουρας (Παρνασσού) και αδελφοποιτός του Αλή πασά. Συνεργάστηκε κατά τον B’ Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1787 92) με τον Λάμπρο Κατσώνη για την αποτίναξη του… … Dictionary of Greek